Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
adapt
/əˈdæpt/ = ADJECTIVE: πραγματικός
GT
GD
C
H
L
M
O
after
/ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν;
USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη
GT
GD
C
H
L
M
O
alexa
= USER: alexa, Παγκόσμια, το alexa
GT
GD
C
H
L
M
O
almost
/ˈɔːl.məʊst/ = ADVERB: téměř, skoro;
USER: σχεδόν, περίπου, σχεδόν σε, σχεδόν το, σχεδόν το
GT
GD
C
H
L
M
O
already
/ɔːlˈred.i/ = ADVERB: ήδη, από τώρα;
USER: ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη, που ήδη
GT
GD
C
H
L
M
O
always
/ˈɔːl.weɪz/ = ADVERB: πάντοτε, διαρκώς;
USER: πάντοτε, πάντα, πάντα να, είναι πάντα, είναι πάντα
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
anticipate
/ænˈtɪs.ɪ.peɪt/ = VERB: προσδοκώ, προβλέπω, προλαμβάνω;
USER: προσδοκώ, πρόβλεψη, προβλέπουν, προβλέψει, προβλέψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
any
/ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας;
USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
anywhere
/ˈen.i.weər/ = ADVERB: οπουδήποτε;
USER: οπουδήποτε, πουθενά, όλο, σε όλο, οποιοδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
app
/æp/ = USER: app, εφαρμογή, εφαρμογής, το app, εφαρμογών
GT
GD
C
H
L
M
O
apps
/æp/ = USER: apps, εφαρμογές, εφαρμογών, εφαρμογές του, εφαρμογές που
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
aren
/ɑːnt/ = USER: aren, έτσι δεν, έτσι δεν είναι, ενθουσιάζεστε, ενθουσιάζεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
artificial
/ˌɑː.tɪˈfɪʃ.əl/ = ADJECTIVE: τεχνητός;
USER: τεχνητός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητές
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
ask
/ɑːsk/ = VERB: παρακαλώ, ζητώ, ερωτώ;
USER: ζητώ, παρακαλώ, ζητήσει, ρωτήσω, ζητήσει από, ζητήσει από
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
away
/əˈweɪ/ = ADVERB: μακριά;
NOUN: απών;
USER: μακριά, φιλοξενούμενη, πόδια, σέντρα, περάσει, περάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
awkward
/ˈɔː.kwəd/ = ADJECTIVE: αδέξιος, άτεχνος, σκαιός;
USER: αδέξιος, δύσκολη, αμήχανη, αδέξια, αδέξιο
GT
GD
C
H
L
M
O
backend
= USER: backend, οπίσθιο μέρος, οπίσθιο, σύστημα υποστήριξης, το backend
GT
GD
C
H
L
M
O
backing
/ˈbæk.ɪŋ/ = NOUN: υποστήριξη;
USER: υποστήριξη, δημιουργία αντιγράφων, τη δημιουργία αντιγράφων, αντιγράφων, την υποστήριξη
GT
GD
C
H
L
M
O
balked
/bɔːk/ = VERB: παρεμποδίζω, δειλιάζω, σταματώ, ματαιώνω, αρνούμαι να προχωρήσω;
USER: εμπόδισε, balked, ματαιωθείσας, αρνήθηκαν να προχωρήσουν, εμπόδισαν
GT
GD
C
H
L
M
O
baseline
/ˈbeɪs.laɪn/ = USER: αρχική, την έναρξη, αναφοράς, βασική, έναρξη
GT
GD
C
H
L
M
O
basically
/ˈbeɪ.sɪ.kəl.i/ = ADVERB: βασικά, βασικώς;
USER: βασικά, ουσιαστικά, βάση, κατά βάση, κυρίως
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
because
/bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι;
USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί
GT
GD
C
H
L
M
O
become
/bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω;
USER: να γίνει, γίνει, γίνονται, γίνουν, καταστεί, καταστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
becomes
/bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω;
USER: γίνεται, καθίσταται, γίνει, καταστεί, μετατρέπεται
GT
GD
C
H
L
M
O
been
/biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει
GT
GD
C
H
L
M
O
before
/bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να;
ADVERB: μπροστά, ενώπιο;
PREPOSITION: μπροστά;
USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από
GT
GD
C
H
L
M
O
best
/best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος;
VERB: υπερτερώ, νικώ;
USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
better
/ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο;
ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος;
VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω;
NOUN: αυτός που στοιχηματίζει;
USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
big
/bɪɡ/ = ADJECTIVE: μεγάλος, μεγαλόσωμος, μέγας, αξιόλογος, χονδρός;
USER: μεγάλος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα
GT
GD
C
H
L
M
O
birthday
/ˈbɜːθ.deɪ/ = NOUN: γενέθλια;
USER: γενέθλια, γενεθλίων, Ημερομηνία γέννησης, γενέθλιά, τα γενέθλιά
GT
GD
C
H
L
M
O
book
/bʊk/ = NOUN: βιβλίο;
VERB: εγγράφω;
USER: βιβλίο, Κάντε κράτηση, βιβλίου, το βιβλίο, κλείσετε, κλείσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
bot
/bɒt/ = USER: bot, του bot, bot με, το bot
GT
GD
C
H
L
M
O
bots
/bɒt/ = USER: bots, ρομπότ, bots για, τα bots
GT
GD
C
H
L
M
O
brain
/breɪn/ = NOUN: εγκέφαλος, μυαλό;
USER: εγκέφαλος, μυαλό, εγκεφάλου, εγκέφαλο, του εγκεφάλου
GT
GD
C
H
L
M
O
brand
/brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός;
VERB: στιγματίζω;
USER: μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, brand
GT
GD
C
H
L
M
O
bring
/brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω;
USER: φέρω, φέρει, να, θέτουν, να φέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
bubble
/ˈbʌb.l̩/ = NOUN: φυσαλλίδα, μπουρνούζι, ποφλόλυκας;
VERB: αφρίζω, παφλάζω, κοχλάζω;
USER: φυσαλλίδα, αφρίζω, φούσκα, φυσαλίδα, φούσκας
GT
GD
C
H
L
M
O
built
/ˌbɪltˈɪn/ = ADJECTIVE: χτίστηκε το;
USER: χτισμένο, χτίστηκε, κατασκευαστεί, χτισμένη, κτισμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
businesses
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχειρήσεις, επιχειρήσεων, τις επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις, των επιχειρήσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
button
/ˈbʌt.ən/ = NOUN: κουμπί, κομβίο;
VERB: κουμπώνω;
USER: κουμπί, πλήκτρο, το κουμπί, κουμπιού, κουμπιού
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
call
/kɔːl/ = NOUN: κλήση, πρόσκληση, ζήτηση, επίσκεψη, φωνή, κραυγή, αιτία, συνδιάλεξη;
VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι;
USER: κλήση, πρόσκληση, καλώ, αποκαλώ, call
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
carried
/ˈkær.i/ = VERB: μεταφέρω, κουβαλώ, κρατώ, βαστάζω, έχω, βαστώ, κατακτώ;
USER: που, διεξάγεται, πραγματοποιείται, πραγματοποιηθεί, πραγματοποιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
chances
/tʃɑːns/ = NOUN: ευκαιρία, πιθανότητα, τύχη, σύμπτωση;
VERB: συμβαίνω, διακινδυνεύω;
USER: πιθανότητες, ευκαιρίες, οι πιθανότητες, πιθανότητες να, πιθανότητές
GT
GD
C
H
L
M
O
change
/tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή;
VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν
GT
GD
C
H
L
M
O
changed
/tʃeɪndʒd/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: άλλαξε, αλλάξει, άλλαξαν, αλλάζει, μεταβληθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
chat
/tʃæt/ = NOUN: κουβέντα, φιλική συζήτηση, ομιλία;
VERB: συζητώ, κουβεντιάζω;
USER: κουβέντα, συνομιλήσετε, συνομιλία, συνομιλίας, κάνει chat, κάνει chat
GT
GD
C
H
L
M
O
chatbot
/ˈtʃæt.bɒt/ = USER: chatbot, του chatbot,
GT
GD
C
H
L
M
O
chatbots
GT
GD
C
H
L
M
O
close
/kləʊz/ = ADVERB: κοντά, πλησίον;
VERB: κλείνω, περατώνω, κλείω;
NOUN: λήξη, τέλος, πέρας;
ADJECTIVE: στενός, κλειστός, κοντινός, προσεκτικός, μεμονωμένος;
USER: κοντά, κλείνω, κλείσει, κλείσετε, κλείστε
GT
GD
C
H
L
M
O
cloud
/klaʊd/ = NOUN: σύννεφο, νέφος, νεφέλη;
VERB: συννεφιάζω, βουρκώνω;
USER: σύννεφο, νέφος, cloud, νέφους, νεφών
GT
GD
C
H
L
M
O
collaboration
/kəˌlæb.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: συνεργασία, σύμπραξη;
USER: συνεργασία, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας, σύμπραξη
GT
GD
C
H
L
M
O
collect
/kəˈlekt/ = VERB: συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, παίρνω, εισπράττω, περισυλλέγω, περιμαζεύω, συγκεντρώνομαι, συμμαζεύω, κάνω έρανο;
NOUN: προσευχή;
USER: συλλέγουν, συλλέγει, συλλογή, συλλέξει, τη συλλογή
GT
GD
C
H
L
M
O
command
/kəˈmɑːnd/ = NOUN: εντολή, διοίκηση, διαταγή, ηγεσία, προσταγή, κυριαρχία;
VERB: προστάζω, διοικώ;
USER: εντολή, διοίκηση, εντολών, εντολής, γραμμή
GT
GD
C
H
L
M
O
common
/ˈkɒm.ən/ = ADJECTIVE: κοινός, συνηθισμένος, ομαδικός, πρόστυχος;
NOUN: βοσκότοπος;
USER: κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών, κοινών
GT
GD
C
H
L
M
O
communicating
/kəˈmyo͞onəˌkāt/ = VERB: επικοινωνώ, ανακοινώνω, μεταδίδω, συνεννοούμαι, κοινωνώ, μεταβιβάζω;
USER: επικοινωνία, την επικοινωνία, επικοινωνίας, επικοινωνεί, επικοινωνώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
communicative
/kəˈmyo͞onəˌkātiv,-nikətiv/ = ADJECTIVE: ομιλητικός, διαχυτικός;
USER: επικοινωνιακές, επικοινωνιακή, επικοινωνιακό, επικοινωνιακών, επικοινωνιακός
GT
GD
C
H
L
M
O
company
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
complete
/kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: πλήρης, ολοκληρωμένος, τέλειος, τελειωμένος, ολικός;
VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω;
USER: πλήρης, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωση, ολοκληρώσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
complex
/ˈkɒm.pleks/ = NOUN: συγκρότημα, σύμπλεγμα, κόμπλεξ;
ADJECTIVE: πολύπλοκος, σύνθετος, σύμπλοκος, πολυσύνθετος;
USER: συγκρότημα, σύμπλεγμα, πολύπλοκος, σύνθετος, πολύπλοκες
GT
GD
C
H
L
M
O
computer
/kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής;
USER: ηλεκτρονικός υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστής, τον υπολογιστή, υπολογιστών
GT
GD
C
H
L
M
O
connectors
/kəˈnek.tər/ = USER: υποδοχές, συνδετήρες, σύνδεσμοι, συνδέσμους, συνδέσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
continue
/kənˈtɪn.juː/ = VERB: συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζομαι;
USER: να συνεχίσει, συνεχίσει, συνεχίζουν, συνεχίσετε, συνεχίσουν, συνεχίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
conversation
/ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən/ = NOUN: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνδιάλεξη, συνδιάλλαξη;
USER: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνομιλίας, συζήτησης, συζήτησης
GT
GD
C
H
L
M
O
conversations
/ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən/ = NOUN: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνδιάλεξη, συνδιάλλαξη;
USER: συνομιλίες, συζητήσεις, συνομιλιών, τις συνομιλίες, συζητήσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
could
/kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
couldn
/ˈkʊd.ənt/ = USER: μπορούσα, μπορούσα να, δεν μπορούσα, μπόρεσα, μπορούσες
GT
GD
C
H
L
M
O
create
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
critical
/ˈkrɪt.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: κρίσιμος, επικριτικός, κριτικός;
USER: κρίσιμος, κρίσιμη, κρίσιμο, κρίσιμες, κρίσιμα
GT
GD
C
H
L
M
O
current
/ˈkʌr.ənt/ = NOUN: ρεύμα, ρους;
ADJECTIVE: τρέχων, ισχύων, τωρινός, τρεχούμενος, σύγχρονος, κυκλοφορών;
USER: ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, σημερινή
GT
GD
C
H
L
M
O
daily
/ˈdeɪ.li/ = ADVERB: καθημερινά;
ADJECTIVE: ημερήσιος, καθημερινός;
NOUN: καθημερινή εφημερίδα;
USER: καθημερινά, καθημερινός, ημερήσιος, καθημερινή, ημερήσια
GT
GD
C
H
L
M
O
days
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρες, μέρες, ημερών, τις μέρες, ημέρα, ημέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
deal
/dɪəl/ = NOUN: συμφωνία, μεταχείριση, μοιρασιά;
VERB: μοιράζω, καταφέρω, μεταχειρίζομαι;
USER: αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, ασχοληθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
decade
/ˈdek.eɪd/ = NOUN: δεκαετία, δεκάδα;
USER: δεκαετία, δεκαετίας
GT
GD
C
H
L
M
O
depending
/dɪˈpend/ = VERB: εξαρτώμαι;
USER: ανάλογα, ανάλογα με, αναλόγως, εξαρτώνται, εξαρτώνται
GT
GD
C
H
L
M
O
designed
/dɪˈzaɪn/ = VERB: σχεδιάζω;
USER: σχεδιασμένα, σχεδιαστεί, σχεδιάστηκε, σχεδιασμένο, σχεδιασμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
detail
/ˈdiː.teɪl/ = NOUN: λεπτομέρεια, απόσπασμα;
VERB: ξεχωρίζω για υπηρεσία, ορίζω, διηγούμαι λεπτομερώς;
USER: λεπτομέρεια, λεπτομερώς, λεπτομέρειες, αναλυτικά, λεπτομερέστερα
GT
GD
C
H
L
M
O
developer
/dɪˈvel.ə.pər/ = USER: προγραμματιστή, προγραμματιστής, developer, έργου, δημιουργών
GT
GD
C
H
L
M
O
device
/dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι;
USER: συσκευή, συσκευής, διάταξη, τη συσκευή, διάταξης
GT
GD
C
H
L
M
O
dialogue
/ˈdaɪ.ə.lɒɡ/ = NOUN: διάλογος;
USER: διάλογος, διαλόγου, διάλογο, του διαλόγου, ο διάλογος
GT
GD
C
H
L
M
O
dinner
/ˈdɪn.ər/ = NOUN: δείπνο;
USER: δείπνο, βραδινό, το δείπνο, γεύμα, δείπνου
GT
GD
C
H
L
M
O
director
/daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος;
USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη
GT
GD
C
H
L
M
O
do
/də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
NOUN: ντο, υποδοχή;
USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
does
/dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
doesn
/ˈdʌz.ənt/ = USER: doesn, Δεν έχει
GT
GD
C
H
L
M
O
dozens
/ˈdʌzən/ = USER: δεκάδες, δωδεκάδες, δεκάδων
GT
GD
C
H
L
M
O
during
/ˈdjʊə.rɪŋ/ = PREPOSITION: κατά την διάρκεια;
USER: κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, κατά τη διάρκεια της, διάρκεια, διάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
easily
/ˈiː.zɪ.li/ = ADVERB: εύκολα;
USER: εύκολα, εύκολα να, εύκολα την, εύκολη, εύκολα θα, εύκολα θα
GT
GD
C
H
L
M
O
easy
/ˈiː.zi/ = ADJECTIVE: εύκολος, άνετος;
USER: εύκολος, εύκολο, εύκολη, εύκολα, πιο εύκολη
GT
GD
C
H
L
M
O
echo
/ˈek.əʊ/ = VERB: ηχώ, αντηχώ;
NOUN: αντήχηση, αντίλαλος;
USER: ηχώ, echo, επαναλάβω, απηχούν, αντηχούν
GT
GD
C
H
L
M
O
email
/ˈiː.meɪl/ = USER: e-mail, email, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ταχυδρομείου, ταχυδρομείου
GT
GD
C
H
L
M
O
embracing
/ɪmˈbreɪs/ = VERB: αγκαλιάζω, εναγκαλίζομαι;
USER: αγκαλιάζουν, αγκαλιάζει, αγκαλιάζοντας, περικλείει, αγκαλιά
GT
GD
C
H
L
M
O
english
/ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός;
NOUN: Εγγλέζος;
USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα
GT
GD
C
H
L
M
O
enterprise
/ˈen.tə.praɪz/ = NOUN: επιχείρηση;
USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, επιχείρησης, των επιχειρήσεων, επιχειρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
entrenched
/ɪnˈtrentʃt/ = VERB: περιταφρώ, οχυρώνω;
USER: παγιωμένες, περιχαρακωμένη, εδραιωμένη, περιχαρακωμένες, εδραιωμένων
GT
GD
C
H
L
M
O
errands
/ˈer.ənd/ = NOUN: θέλημα, αποστολή, παραγγελία;
USER: θελήματα, δουλειές, τα θελήματα, errands, θελήματα για
GT
GD
C
H
L
M
O
essentially
/ɪˈsen.ʃəl.i/ = USER: κατ 'ουσίαν, ουσιαστικά, ουσίαν, κυρίως
GT
GD
C
H
L
M
O
even
/ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως;
ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος;
NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός;
USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και
GT
GD
C
H
L
M
O
eventually
/ɪˈven.tju.əl.i/ = ADVERB: τελικά;
USER: τελικά, ενδεχομένως, τελικά να, τελικώς
GT
GD
C
H
L
M
O
ever
/ˈev.ər/ = ADVERB: πάντα, πάντοτε, καμιά φορά, ενίοτε;
USER: πάντα, ποτέ, συνεχώς, ολοένα, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
every
/ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος;
USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά
GT
GD
C
H
L
M
O
everyone
/ˈev.ri.wʌn/ = PRONOUN: καθένας, όλοι;
USER: όλοι, καθένας, όλους, ο καθένας, καθένα, καθένα
GT
GD
C
H
L
M
O
except
/ɪkˈsept/ = PREPOSITION: εκτός, πλην;
USER: εκτός, πλην, εκτός από, εξαίρεση, με εξαίρεση
GT
GD
C
H
L
M
O
exciting
/ɪkˈsaɪ.tɪŋ/ = ADJECTIVE: συναρπαστικός, ερεθιστικός, παρακινητικός;
USER: συναρπαστικός, συναρπαστικό, συναρπαστική, συναρπαστικές, συναρπαστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
exclude
/ɪkˈskluːd/ = VERB: αποκλείω;
USER: αποκλείουν, εξαιρούν, αποκλείει, αποκλείσει, αποκλειστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
exist
/ɪɡˈzɪst/ = VERB: υπάρχω, ζω, υφίσταμαι;
USER: υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
expertise
/ˌek.spɜːˈtiːz/ = NOUN: πραγματογνωμοσύνη;
USER: πραγματογνωμοσύνη, εμπειρογνωμοσύνη, εμπειρογνωμοσύνης, εμπειρία, τεχνογνωσία
GT
GD
C
H
L
M
O
families
/ˈfæm.əl.i/ = NOUN: οικογένεια, γένος, σόι;
USER: οικογένειες, οικογενειών, οικογένειές, τις οικογένειες, τις οικογένειές
GT
GD
C
H
L
M
O
far
/fɑːr/ = ADVERB: μακριά, πολύ μακριά;
ADJECTIVE: μακρινός;
USER: μακριά, πολύ μακριά, πολύ, τώρα, μέτρο, μέτρο
GT
GD
C
H
L
M
O
faster
/fɑːst/ = USER: γρηγορότερα, ταχύτερη, ταχύτερα, πιο γρήγορα, γρήγορα
GT
GD
C
H
L
M
O
favorite
/ˈfeɪ.vər.ɪt/ = ADJECTIVE: ευνοούμενος, ευνοούμενος;
NOUN: φαβόρι, φαβόρι;
USER: αγαπημένα, αγαπημένο, αγαπημένη, αγαπημένες, το αγαπημένο
GT
GD
C
H
L
M
O
financial
/faɪˈnæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός;
NOUN: γενική λογιστική;
USER: χρηματοδοτική, οικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό
GT
GD
C
H
L
M
O
first
/ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first;
USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
flight
/flaɪt/ = NOUN: πτήση, φυγή, πέταγμα, πτήσις, σειρά;
USER: πτήση, πτήσης, πτήσεων, πτήσεις, της πτήσης
GT
GD
C
H
L
M
O
folks
/fəʊk/ = NOUN: άνθρωπος;
USER: λαοί, οι λαοί, παιδιά, λαούς, τους λαούς
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
foreign
/ˈfɒr.ən/ = ADJECTIVE: αλλοδαπός, ξένος, μέτοικος;
USER: ξένος, αλλοδαπός, ξένων, ξένες, εξωτερικού, εξωτερικού
GT
GD
C
H
L
M
O
forget
/fəˈɡet/ = VERB: zapomenout zapomenout
GT
GD
C
H
L
M
O
forgets
/fəˈɡet/ = VERB: ξεχνώ, λησμονώ;
USER: ξεχνά, ξεχνάει, λησμονεί, ξεχάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
found
/faʊnd/ = VERB: ιδρύω, θεμελιώνω, θεμελιώ, χύνω;
USER: βρέθηκαν, βρέθηκε, βρήκε, βρεθεί, διαπιστώθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
friend
/frend/ = NOUN: φίλος, φίλη;
USER: φίλος, φίλη, φίλο, φίλου, φίλο σας
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
gaining
/ɡeɪn/ = VERB: κερδίζω, αποκτώ;
USER: κερδίζει, κερδίζοντας, κερδίζουν, την απόκτηση, απόκτηση
GT
GD
C
H
L
M
O
get
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε
GT
GD
C
H
L
M
O
getting
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: να πάρει, πάρει, να, παίρνει, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
give
/ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω;
USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
great
/ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας;
USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great
GT
GD
C
H
L
M
O
had
/hæd/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: είχε, είχαν, έπρεπε, ήταν, έχει, έχει
GT
GD
C
H
L
M
O
happens
/ˈhæp.ən/ = VERB: συμβαίνω, τυχαίνω;
USER: συμβαίνει, συμβεί, που συμβαίνει, θα συμβεί, γίνεται, γίνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
hard
/hɑːd/ = ADVERB: σκληρά, δύσκολα, δυνατά;
ADJECTIVE: σκληρός, δύσκολος, στρυφνός, χαλεπός, σταθερός, δριμύς;
USER: σκληρά, σκληρός, δύσκολα, σκληρό, δύσκολο
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
healthcare
/ˈhelθ.keər/ = USER: υγειονομική περίθαλψη, υγειονομικής περίθαλψης, της υγειονομικής περίθαλψης, υγείας, υγειονομικής
GT
GD
C
H
L
M
O
hear
/hɪər/ = VERB: ακούω, μανθάνω;
USER: ακούω, ακούσετε, ακούσει, ακούσω, ακούσουν, ακούσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
heck
/hek/ = USER: heck, καλό, ευχή, διάολο
GT
GD
C
H
L
M
O
help
/help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός;
VERB: βοηθώ;
USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
helps
/help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός;
VERB: βοηθώ;
USER: βοηθά, συμβάλλει, βοηθάει, βοηθά στην, σας βοηθά, σας βοηθά
GT
GD
C
H
L
M
O
here
/hɪər/ = ADVERB: εδώ;
USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω
GT
GD
C
H
L
M
O
home
/həʊm/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος;
USER: σπίτι, αρχική σελίδα, στο σπίτι, αρχική, σπιτιού, σπιτιού
GT
GD
C
H
L
M
O
honest
/ˈɒn.ɪst/ = ADJECTIVE: τίμιος, έντιμος, αδιάβλητος;
USER: τίμιος, έντιμος, ειλικρινής, ειλικρινείς, είμαι ειλικρινής
GT
GD
C
H
L
M
O
hot
/hɒt/ = ADJECTIVE: καυτό, ζεστός, καυτός, θερμός, καυτερό, καυτερός, καυστικός;
USER: καυτό, καυτός, ζεστός, θερμός, ζεστό
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
huge
/hjuːdʒ/ = ADJECTIVE: τεράστιος, πελώριος, θεόρατος, υπερμεγέθης, γιγαντόσωμος, παμμέγεθης;
USER: τεράστιος, τεράστια, τεράστιο, τεράστιες, Ο
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
immediately
/ɪˈmiː.di.ət.li/ = ADVERB: αμέσως, άμεσα;
USER: αμέσως, άμεσα, άμεση, πάραυτα, πάραυτα
GT
GD
C
H
L
M
O
important
/ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος;
USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
industry
/ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία;
USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
insider
/ɪnˈsaɪ.dər/ = NOUN: γνώστης, ευρισκόμενος μέσα;
USER: εμπιστευτικές, insider, εμπιστευτικών, εμπιστευτικών πληροφοριών, εμπιστευτικές πληροφορίες
GT
GD
C
H
L
M
O
instead
/ɪnˈsted/ = ADVERB: αντί, αντί αυτού, σε αντικατάσταση, εις αντικατάσταση;
USER: αντί, αντί να, αντί για, αντί για
GT
GD
C
H
L
M
O
institutions
/ˌɪn.stɪˈtjuː.ʃən/ = NOUN: ίδρυμα, θεσμός, σύσταση, κατάστημα;
USER: ιδρύματα, θεσμικών οργάνων, ιδρυμάτων, όργανα, θεσμών
GT
GD
C
H
L
M
O
intelligence
/inˈtelijəns/ = NOUN: νοημοσύνη, εξυπνάδα, πληροφορία, είδηση;
USER: νοημοσύνη, εξυπνάδα, νοημοσύνης, ευφυΐα, μυστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
intelligent
/inˈtelijənt/ = ADJECTIVE: έξυπνος, νοήμων;
USER: έξυπνος, νοήμων, ευφυή, έξυπνη, ευφυής
GT
GD
C
H
L
M
O
intelligently
/ɪnˈtel.ɪ.dʒənt/ = USER: έξυπνα, έξυπνο, έξυπνο τρόπο, ευφυώς, με έξυπνο
GT
GD
C
H
L
M
O
interact
/ˌɪn.təˈrækt/ = VERB: αλληλεπιδρώ, επιδρώ αμοιβαία;
USER: αλληλεπιδρούν, αλληλεπιδράσουν, αλληλεπίδραση, αλληλεπιδράσει, αλληλεπιδρά
GT
GD
C
H
L
M
O
interacted
/ˌɪn.təˈrækt/ = VERB: αλληλεπιδρώ, επιδρώ αμοιβαία;
USER: αλληλεπίδραση, αλληλεπιδράσει, αλληλεπιδρούσαν, αλληλεπιδρούν, αντιδράσει
GT
GD
C
H
L
M
O
internet
/ˈɪn.tə.net/ = NOUN: Internet, Διαδίκτυο;
USER: Διαδίκτυο, Internet, Ίντερνετ, στο internet, στο Ίντερνετ
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
just
/dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά;
ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος;
USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
know
/nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα;
USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
knowledge
/ˈnɒl.ɪdʒ/ = NOUN: γνώση, γνώσεις;
USER: γνώση, γνώσεις, γνώσης, γνώσεων, της γνώσης
GT
GD
C
H
L
M
O
language
/ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα;
USER: γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, γλώσσες, γλωσσικές, γλωσσικές
GT
GD
C
H
L
M
O
leave
/liːv/ = NOUN: άδεια;
VERB: φύγω, αφήνω, φεύγω, αναχωρώ;
USER: άδεια, φύγω, άφησε, αφήσει, αφήνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
let
/let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω;
NOUN: μίσθωση, κώλυμα;
USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
life
/laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή
GT
GD
C
H
L
M
O
lifestyle
/ˈlaɪf.staɪl/ = USER: τον τρόπο ζωής, lifestyle, τρόπου ζωής, τρόπο ζωής, τρόπος ζωής
GT
GD
C
H
L
M
O
like
/laɪk/ = CONJUNCTION: σαν;
VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν;
ADJECTIVE: όμοιος;
ADVERB: καθώς, αφάνταστα;
USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η
GT
GD
C
H
L
M
O
listener
/ˈlɪs.ən.ər/ = NOUN: ακροατής;
USER: ακροατής, ακροατή, ακρόασης, listener, ακροατές
GT
GD
C
H
L
M
O
live
/lɪv/ = VERB: ζω, κατοικώ, μένω, διαμένω;
ADJECTIVE: ζωντανός, ζων, ζωηρός;
USER: ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει, ζει
GT
GD
C
H
L
M
O
lives
/laɪvz/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωές, ζωή, τη ζωή, ζωής, ζει, ζει
GT
GD
C
H
L
M
O
living
/ˈlɪv.ɪŋ/ = NOUN: ζωή, προς το ζήν;
ADJECTIVE: ζωντανός, ζων, έμβιος;
USER: ζωή, ζουν, διαβίωσης, που ζουν, ζωής
GT
GD
C
H
L
M
O
lost
/lɒst/ = NOUN: χαμένος, χασούρα, σωρεία;
USER: χαμένος, χάσει, έχασε, χαθεί, χάσει την, χάσει την
GT
GD
C
H
L
M
O
loves
/lʌv/ = NOUN: αγάπη, έρωτας, έρως;
VERB: αγαπώ, έρωμαι;
USER: αγαπά, αγαπάει, αγαπά την, λατρεύει, αγαπά τα, αγαπά τα
GT
GD
C
H
L
M
O
lunch
/lʌntʃ/ = NOUN: μεσημεριανό, μεσημεριανό φαγητό, δεύτερο πρόγευμα, ελαφρό γεύμα;
VERB: προγευματίζω;
USER: μεσημεριανό, γεύμα, μεσημεριανό γεύμα, Lunch, Σχολής Lunch
GT
GD
C
H
L
M
O
m
/əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα
GT
GD
C
H
L
M
O
major
/ˈmeɪ.dʒər/ = ADJECTIVE: μείζων, μεγαλείτερος, πρεσβύτερος;
NOUN: ταγματάρχης;
USER: μείζων, μεγάλες, σημαντικό, μεγάλων, σημαντική
GT
GD
C
H
L
M
O
make
/meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
NOUN: μάρκα, κατασκευή;
USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
manner
/ˈmæn.ər/ = NOUN: τρόπος;
USER: τρόπος, τρόπο, τον τρόπο, τρόπο που, τρόπο με
GT
GD
C
H
L
M
O
many
/ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί;
USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών
GT
GD
C
H
L
M
O
marketing
/ˈmɑː.kɪ.tɪŋ/ = NOUN: εμπορία, προώθηση αγαθών;
USER: εμπορία, μάρκετινγκ, εμπορίας, κυκλοφορίας, την εμπορία
GT
GD
C
H
L
M
O
mass
/mæs/ = NOUN: μάζα, όγκος, λειτουργία, σύνολο, θεία λειτουργία, σωρός;
VERB: μαζεύω, συσσωρεύω;
USER: μάζα, μάζας, μαζικής, μαζική, βάρος
GT
GD
C
H
L
M
O
may
/meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may;
USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
means
/miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο;
USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
messages
/ˈmes.ɪdʒ/ = NOUN: μήνυμα, άγγελμα, διάγγελμα, παραγγελία;
USER: μηνύματα, μηνυμάτων, τα μηνύματα, μηνύματα που, μηνύματά
GT
GD
C
H
L
M
O
messaging
/ˌɪn.stənt ˈmes.ɪ.dʒɪŋ/ = USER: μηνυμάτων, μηνύματα, messaging, ανταλλαγής μηνυμάτων, ανταλλαγή μηνυμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
messenger
/ˈmes.ɪn.dʒər/ = NOUN: αγγελιαφόρος, απεσταλμένος, εκτελεστής παραγγελίας;
USER: αγγελιαφόρος, Messenger, αγγελιοφόρος, αγγελιοφόρο, αγγελιοφόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
mind
/maɪnd/ = NOUN: μυαλό, γνώμη, νους, διάνοια;
VERB: νοιάζομαι, προσέχω, συνερίζομαι, φροντίζω;
USER: μυαλό, νου, το μυαλό, πειράζει, πείραζε, πείραζε
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
most
/məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον;
ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος;
NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα;
USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
much
/mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ;
ADJECTIVE: πολύς;
USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος
GT
GD
C
H
L
M
O
multi
/mʌl.ti-/ = USER: multi, πολυ, πολλαπλών, πολλαπλά, πολλών
GT
GD
C
H
L
M
O
my
/maɪ/ = PRONOUN: můj;
USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η
GT
GD
C
H
L
M
O
necessarily
/ˈnes.ə.ser.ɪl.i/ = ADVERB: αναγκαίως, κατ' ανάγκη;
USER: κατ 'ανάγκη, αναγκαίως, απαραίτητα, αναγκαστικά, απαραιτήτως
GT
GD
C
H
L
M
O
need
/niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία;
VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη;
USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
never
/ˈnev.ər/ = ADVERB: ποτέ, ουδέποτε;
USER: ποτέ, ουδέποτε, ποτέ δεν, δεν, ποτέ να, ποτέ να
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
nomadic
/ˈnəʊ.mæd/ = ADJECTIVE: νομαδικός;
USER: νομαδικός,
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
notifications
/ˌnəʊ.tɪ.fɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: κοινοποίηση, γνωστοποίηση, ειδοποίηση, ανακοίνωση, αναγγελία;
USER: κοινοποιήσεις, κοινοποιήσεων, ειδοποιήσεις, ανακοινώσεις, γνωστοποιήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
now
/naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν;
USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
number
/ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο;
USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά
GT
GD
C
H
L
M
O
numbered
/ˈnʌm.bər/ = USER: αρίθμηση, αριθμημένα, αριθμημένες, αριθμούνται, αριθμημένο
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
only
/ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο;
ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος;
USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για
GT
GD
C
H
L
M
O
opportunity
= NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα;
USER: ευκαιρία, δυνατότητα, ευκαιρία για, την ευκαιρία, ευκαιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
order
/ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας;
VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου
GT
GD
C
H
L
M
O
organizations
/ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο;
USER: οργανώσεις, οργανισμούς, οργανισμών, οργανώσεων, οργανισμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
other
/ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος;
USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
others
/ˈʌð.ər/ = USER: άλλοι, άλλα, άλλους, άλλων, άλλες
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
ourselves
/ˌaʊəˈselvz/ = PRONOUN: εμάς, εμείς οι ίδιοι, εαυτοί μας;
USER: εμείς οι ίδιοι, εμάς, εαυτούς μας, τους εαυτούς μας, εαυτό μας
GT
GD
C
H
L
M
O
out
/aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω;
PREPOSITION: εκτός, εκ;
USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
overlook
/ˌəʊ.vəˈlʊk/ = VERB: παραβλέπω, επιβλέπω, δεσπόζω;
USER: θέα, παραβλέψουμε, παραβλέψει, παραβλέπουμε, παραβλέπουν
GT
GD
C
H
L
M
O
part
/pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος;
VERB: χωρίζω, χωρίζομαι;
USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
personal
/ˈpɜː.sən.əl/ = ADJECTIVE: προσωπικός, ιδιωτικός;
USER: προσωπικός, προσωπική, προσωπικού, προσωπικών, προσωπικά
GT
GD
C
H
L
M
O
phone
/fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο;
VERB: τηλεφωνώ;
USER: τηλέφωνο, τηλεφώνου, τηλέφωνό, κινητό, τηλεφωνίας, τηλεφωνίας
GT
GD
C
H
L
M
O
pizza
/ˈpiːt.sə/ = NOUN: πίτσα, πίτα με τομάτες και τυρί;
USER: πίτσα, Pizza, πίτσας, πίτσες
GT
GD
C
H
L
M
O
place
/pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία;
VERB: τοποθετώ, θέτω;
USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
plain
/pleɪn/ = NOUN: πεδιάδα, κάμπος, απλός, πεδίο, πεδιάς;
ADJECTIVE: σαφής, απλός, άδολος, σκέτος, καθαρός, ομαλός, συνηθισμένος, απέριττος, μονόχρωμος;
USER: πεδιάδα, σαφής, απλό, απλού, κάμπο
GT
GD
C
H
L
M
O
point
/pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο;
USER: σημείο, στοιχείο, το σημείο, σημείου, σημείου
GT
GD
C
H
L
M
O
power
/paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια;
USER: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια, ισχύος
GT
GD
C
H
L
M
O
powering
/ˈpou(-ə)r/ = USER: τροφοδοσία, τροφοδότηση, τροφοδοσία ισχύος, powering"
GT
GD
C
H
L
M
O
presents
/ˈprez.ənt/ = NOUN: παρόν έγγραφο;
USER: δώρα, παρουσιάζει, τα δώρα, δώρα από, της δώρα
GT
GD
C
H
L
M
O
previously
/ˈpriː.vi.əs.li/ = ADVERB: προηγουμένως, πρωτύτερα, προτού;
USER: προηγουμένως, παρελθόν, στο παρελθόν, ήδη, παλαιότερα
GT
GD
C
H
L
M
O
process
/ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία
GT
GD
C
H
L
M
O
product
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα
GT
GD
C
H
L
M
O
professional
/prəˈfeʃ.ən.əl/ = NOUN: επαγγελματίας;
ADJECTIVE: επαγγελματικός, εξ επαγγέλματος, επιστημονικός;
USER: επαγγελματίας, επαγγελματικός, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικό
GT
GD
C
H
L
M
O
program
/ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα;
VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω;
USER: πρόγραμμα, προγράμματος, του προγράμματος, το πρόγραμμα, προγραμμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
purpose
/ˈpɜː.pəs/ = NOUN: σκοπός, πρόθεση, προορισμός;
VERB: σκοπεύω, προτίθεμαι;
USER: σκοπός, σκοπό, σκοπούς, σκοπό αυτό, σκοπού
GT
GD
C
H
L
M
O
put
/pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω;
USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
question
/ˈkwes.tʃən/ = NOUN: ερώτηση, ζήτημα, πρόβλημα, συζήτηση, απορία;
VERB: ερωτώ, αμφισβητώ, εξετάζω;
USER: ερώτηση, ζήτημα, λόγω, ερώτημα, εν λόγω, εν λόγω
GT
GD
C
H
L
M
O
quirks
/kwɜːk/ = NOUN: ιδιοτροπία, τέχνασμα, υπεκφυγή;
USER: ιδιορρυθμίες, παραξενιές, τις ιδιορρυθμίες, ιδιοτροπίες, quirks
GT
GD
C
H
L
M
O
re
/riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του;
NOUN: ρε;
USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
reach
/riːtʃ/ = NOUN: έκταση, φθάσιμο, τέντωμα, εφικτή απόσταση;
VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι;
USER: φθάσουν, φτάσουν, φτάσετε, φτάσει, φθάσει, φθάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
real
/rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός;
NOUN: έμπρακτα, ρεάλι;
USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές
GT
GD
C
H
L
M
O
really
/ˈrɪə.li/ = ADVERB: πραγματικά, όντως, πραγματικώς;
USER: πραγματικά, πολύ, πράγματι, πραγματικά να, πραγματικότητα, πραγματικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
recorded
/riˈkôrd/ = ADJECTIVE: εγγεγραμμένος;
USER: καταγράφονται, καταγράφεται, καταγράφηκαν, πραγματική, καταγραφεί
GT
GD
C
H
L
M
O
remember
/rɪˈmem.bər/ = VERB: θυμάμαι, ενθυμούμαι;
USER: θυμάμαι, θυμάστε, θυμηθείτε, θυμόμαστε, να θυμάστε, να θυμάστε
GT
GD
C
H
L
M
O
remembers
/rɪˈmem.bər/ = VERB: θυμάμαι, ενθυμούμαι;
USER: θυμάται, θυμούνται, θυμηθεί, θυμάται ο, θυμάται τις
GT
GD
C
H
L
M
O
reminders
/rɪˈmaɪn.dər/ = NOUN: υπενθύμιση, υπόμνηση, ενθύμιο, ενθυμητής;
USER: υπενθυμίσεις, υπενθυμίσεων, υπομνήσεις, υπενθύμισης, υπενθύμιση
GT
GD
C
H
L
M
O
requests
/rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση;
VERB: ζητώ, παρακαλώ;
USER: αιτήσεις, αιτήματα, αιτήσεων, ζητά, ζητεί
GT
GD
C
H
L
M
O
research
/ˈrēˌsərCH,riˈsərCH/ = NOUN: έρευνα, μελέτη;
VERB: ερευνώ;
USER: έρευνα, έρευνας, της έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών
GT
GD
C
H
L
M
O
reserved
/rɪˈzɜːvd/ = ADJECTIVE: επιφυλακτικός, συγκρατημένος, κλεισμένος, ρεζέρβέ;
USER: διατηρούνται, reserved, προορίζεται, επιφύλαξη, αποκλειστικά, αποκλειστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
retailers
/ˈriː.teɪ.lər/ = NOUN: έμπορος λιανικής, μεταπράτης, μικρέμπορος, πωλών λιανικώς;
USER: λιανοπωλητές, λιανοπωλητών, λιανικής πώλησης, λιανικής, εμπόρους λιανικής πώλησης
GT
GD
C
H
L
M
O
room
/ruːm/ = NOUN: δωμάτιο, αίθουσα, χώρος, τόπος;
VERB: κατοικώ;
USER: δωμάτιο, αίθουσα, δωματίου, δωμάτια, δωματίων, δωματίων
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
same
/seɪm/ = NOUN: ίδιο;
ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος;
PRONOUN: ίδιος;
USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας
GT
GD
C
H
L
M
O
say
/seɪ/ = VERB: λέγω;
USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
see
/siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
NOUN: επισκοπή;
USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε
GT
GD
C
H
L
M
O
send
/send/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω;
USER: αποστολή, στείλετε, στείλτε, να στείλετε, στείλει
GT
GD
C
H
L
M
O
share
/ʃeər/ = NOUN: μερίδιο, μετοχή, μερίδα, υνί, μέρος ποσοστό, μετοχή χρηματιστηρίου, ρεφενές;
VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω;
USER: μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, το μερίδιο, ποσοστό
GT
GD
C
H
L
M
O
she
/ʃiː/ = PRONOUN: αυτή, εκείνη;
USER: αυτή, εκείνη, που, ότι, ίδια
GT
GD
C
H
L
M
O
since
/sɪns/ = PREPOSITION: seit;
CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo;
ADVERB: seitdem, inzwischen;
USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
skype
/skaɪp/ = USER: skype, το Skype, εκπτώσεων Skype, του Skype
GT
GD
C
H
L
M
O
slack
/slæk/ = NOUN: χαλαρότητα, χαλαρός, χαλαρότης, καρβουνόσκονη, αναδουλειά, απόρριμα άνθρακος;
ADJECTIVE: χαλαρός, βραδύς;
USER: χαλαρότητα, χαλαρός, χαλαρό, slack, νεκρή
GT
GD
C
H
L
M
O
slowly
/ˈsləʊ.li/ = ADVERB: αργά, σιγά;
USER: αργά, σιγά, βραδέως, αργή
GT
GD
C
H
L
M
O
smart
/smɑːt/ = ADJECTIVE: έξυπνος, κομψός, ξύπνιος, οξύς, ζωηρός, δριμύς;
NOUN: μάγκας, πόνος;
VERB: πονώ, τσούζω;
USER: έξυπνος, έξυπνη, έξυπνο, έξυπνες, έξυπνα
GT
GD
C
H
L
M
O
smarter
/smɑːt/ = USER: πιο έξυπνη, εξυπνότερα, πιο έξυπνοι, έξυπνη, εξυπνότερες
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
software
/ˈsɒft.weər/ = NOUN: λογισμικό;
USER: λογισμικό, λογισμικού, Software, το λογισμικό, του λογισμικού
GT
GD
C
H
L
M
O
solutions
/səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση;
USER: λύσεις, διαλύματα, λύσεων, λύσεις που, λύσεις για
GT
GD
C
H
L
M
O
sometimes
/ˈsʌm.taɪmz/ = ADVERB: μερικές φορές, ενίοτε, πότε πότε, κάπου κάπου;
USER: μερικές φορές, ενίοτε, ορισμένες φορές, φορές, συχνά, συχνά
GT
GD
C
H
L
M
O
speak
/spiːk/ = VERB: μιλώ, ομιλώ, κουβεντιάζω;
USER: μιλώ, μιλούν, μιλήσει, μιλήσω, μιλήσουν, μιλήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
speaking
/-spiː.kɪŋ/ = NOUN: ομιλία, ομιλών;
USER: ομιλία, μιλώντας, γραμμές, μιλάει, ομιλίας, ομιλίας
GT
GD
C
H
L
M
O
spot
/spɒt/ = NOUN: σημείο, κηλίδα, τόπος, στίγμα, κηλίς, λεκές;
VERB: κηλιδώνω, σημειώνω, στίζω;
USER: σημείο, κηλίδα, τόπου, spot, επιτόπου
GT
GD
C
H
L
M
O
started
/stɑːt/ = VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι;
USER: ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, αρχίσει, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
stray
/streɪ/ = ADJECTIVE: περιπλανώμενος, αποπλανημένος, τυχαίος;
VERB: εκτρέπομαι, αποπλανώμαι;
USER: περιπλανώμενος, αδέσποτα, απομακρυνθούν, αδέσποτο, αδέσποτων
GT
GD
C
H
L
M
O
stump
/stʌmp/ = NOUN: κούτσουρο, κορμός;
VERB: δημοκοπώ, χονδροπατώ;
USER: κούτσουρο, κολόβωμα, κολοβώματος, stump, κορμό
GT
GD
C
H
L
M
O
supposed
/səˈpəʊzd/ = ADJECTIVE: υποτιθεμένος;
USER: υποτίθεται, υποτίθεται ότι, υποτιθέμενη, έπρεπε, υποτιθέμενο
GT
GD
C
H
L
M
O
t
/tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί
GT
GD
C
H
L
M
O
talk
/tɔːk/ = NOUN: ομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη;
VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ;
USER: μιλήστε, μιλούν, μιλήσετε, μιλάμε, μιλήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
talking
/ˈtɔː.kɪŋ.tuː/ = NOUN: ομιλία, λόγια;
ADJECTIVE: ομιλών;
USER: ομιλία, λόγια, μιλάμε, μιλάει, μιλώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
task
/tɑːsk/ = NOUN: έργο, αγγαρεία;
USER: έργο, καθήκον, εργασία, αποστολή, εργασιών
GT
GD
C
H
L
M
O
tasks
/tɑːsk/ = NOUN: έργο, αγγαρεία;
USER: καθήκοντα, εργασίες, τα καθήκοντα, καθηκόντων, καθήκοντά
GT
GD
C
H
L
M
O
tech
/tek/ = USER: tech, τεχνολογίας, τεχνολογία
GT
GD
C
H
L
M
O
technologies
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογιών, τεχνολογίες, των τεχνολογιών, τεχνολογίες που, τεχνολογίες της
GT
GD
C
H
L
M
O
technology
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών
GT
GD
C
H
L
M
O
tend
/tend/ = VERB: τείνω, φροντίζω, κλίνω, φυλάσσω, φυλάττω, περιποιούμαι, ρέπω, συντελώ;
USER: τείνουν, τάση, έχουν την τάση, τείνει, την τάση
GT
GD
C
H
L
M
O
tends
/tend/ = VERB: τείνω, φροντίζω, κλίνω, φυλάσσω, φυλάττω, περιποιούμαι, ρέπω, συντελώ;
USER: τείνει, τάση, έχει την τάση, τείνουν, συνήθως
GT
GD
C
H
L
M
O
term
/tɜːm/ = NOUN: όρος, περίοδος, προθεσμία;
VERB: ονομάζω;
USER: όρος, περίοδος, όρο, όρου, διάρκειας
GT
GD
C
H
L
M
O
terms
/tɜːm/ = NOUN: όροι;
USER: όροι, όρους, αφορά, άποψη, όρων
GT
GD
C
H
L
M
O
text
/tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα;
USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων
GT
GD
C
H
L
M
O
thanksgiving
/ˌθæŋksˈɡɪv.ɪŋ/ = NOUN: ευχαριστία, δοξολογία, ευχαριστήρια, έκφραση ευχαριστίων;
USER: ευχαριστία, δοξολογία, ευχαριστήρια, ευχαριστίας, ημέρα των ευχαριστιών
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
they
/ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί;
USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
thinking
/ˈθɪŋ.kɪŋ/ = NOUN: σκέψη;
ADJECTIVE: σκεπτόμενος;
USER: σκέψη, σκεπτόμενος, σκέψης, σκέφτεται, σκέφτεστε, σκέφτεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
those
/ðəʊz/ = PRONOUN: tamti;
USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων
GT
GD
C
H
L
M
O
thoughtful
/ˈθɔːt.fəl/ = ADJECTIVE: προσεκτικός, σκεπτικός;
USER: προσεκτικός, στοχαστικό, στοχαστικός, προσεγμένες, στοχαστική
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
too
/tuː/ = ADVERB: πολύ, επίσης, πάρα πολύ;
USER: πάρα πολύ, πολύ, επίσης, υπερβολικά, πάρα, πάρα
GT
GD
C
H
L
M
O
touch
/tʌtʃ/ = NOUN: επαφή, αφή, άγγιγμα, μικρή ποσότητα, μικρή ποσότης;
VERB: αγγίζω, ακουμπώ, εγγίζω, αφορώ, συγκινώ, άπτομαι;
USER: αγγίζετε, αγγίξτε, αγγίξετε, αγγίξει, αγγίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
understand
/ˌʌn.dəˈstænd/ = VERB: pochopit, porozumět, rozumět, chápat, vyrozumět, usuzovat, mít pochopení;
USER: καταλαβαίνω, κατανοώ, κατανοήσουν, κατανοήσουμε, καταλάβετε, καταλάβετε
GT
GD
C
H
L
M
O
until
/ənˈtɪl/ = PREPOSITION: μέχρι, έως, ίσαμε;
CONJUNCTION: ώσπου, ότου;
USER: μέχρι, έως, έως ότου, μέχρι τις, μέχρι να, μέχρι να
GT
GD
C
H
L
M
O
upgrade
/ʌpˈɡreɪd/ = VERB: αναβαθμίζω;
NOUN: ανήφορος;
USER: αναβάθμιση, την αναβάθμιση, αναβάθμιση των, αναβαθμίσετε, αναβαθμίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
us
/ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς;
USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να
GT
GD
C
H
L
M
O
use
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
used
/juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος;
USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
useful
/ˈjuːs.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος;
USER: χρήσιμος, χρήσιμα, χρήσιμο, χρήσιμες, χρήσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
using
/juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
ve
/ -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ
GT
GD
C
H
L
M
O
vertical
/ˈvɜː.tɪ.kəl/ = ADJECTIVE: κατακόρυφος, κάθετος;
USER: κατακόρυφος, κάθετος, κάθετη, κατακόρυφο, κατακόρυφη
GT
GD
C
H
L
M
O
voice
/vɔɪs/ = NOUN: φωνή, λαλιά;
VERB: εκφράζω;
USER: φωνή, φωνής, φωνητικής, φωνητική, τη φωνή, τη φωνή
GT
GD
C
H
L
M
O
wants
/wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη;
NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια;
USER: θέλει, επιθυμεί, θέλουν, θέλουν
GT
GD
C
H
L
M
O
was
/wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
watch
/wɒtʃ/ = NOUN: ρολόι, επιτήρηση, αγρυπνία, φρουρός, φρουρά, ωρολόγιο φρούρησης;
VERB: παρακολουθώ, προσέχω, φρουρώ, παρατηρώ καλώς, επιτηρώ, επαγρυπνώ;
USER: ρολόι, παρακολουθώ, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, δείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
way
/weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
ways
/-weɪz/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπους, τρόπων, τους τρόπους, τρόποι, τρόπους για, τρόπους για
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
webcast
/ˈweb.kɑːst/ = USER: webcast, εκπομπή, εκπομπή στο Web, μετάδοση, αναμετάδοση
GT
GD
C
H
L
M
O
well
/wel/ = ADVERB: καλά, καλώς;
NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή;
ADJECTIVE: υγιής;
VERB: αναβλύζω;
USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
where
/weər/ = CONJUNCTION: όπου;
ADVERB: που;
USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
who
/huː/ = PRONOUN: ποιός;
USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος
GT
GD
C
H
L
M
O
why
/waɪ/ = ADVERB: γιατί;
USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
without
/wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν;
ADVERB: έξω;
USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την
GT
GD
C
H
L
M
O
work
/wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά;
VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι;
USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
working
/ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος;
NOUN: τρόπος εργασίας;
USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
GT
GD
C
H
L
M
O
yours
/jɔːz/ = PRONOUN: δικό σου, δικός σας, δικός σου, υμέτερος;
USER: δικό σου, δικός σας, δικός σου, δική σας, δικά σας
345 words